υπεριώδης

υπεριώδης
-ες, Ν
1. αυτός που βρίσκεται πέρα από το ιώδες χρώμα
2. φρ. α) «υπεριώδης ακτινοβολία»
φυσ. σύνολο ακτινοβολιών τού ηλεκτρομαγνητικού φάσματος με μήκη κύματος μικρότερα τών ορατών φωτεινών ακτινοβολιών και μεγαλύτερα τών ακτίνων Χ, αλλ. υπεριώδεις ακτίνες
β) «υπεριώδης αστρονομία»
αστρον. κλάδος τής αστρονομίας με αντικείμενο τη μελέτη τών ουράνιων αντικειμένων στην υπεριώδη περιοχή τού φάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ιώδης. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. όρου ultra-violet].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η (για τις ακτίνες του ηλιακού φάσματος), αυτός που βρίσκεται πιο πέρα από το ιώδες (βιολέ) χρώμα: Υπεριώδεις ακτίνες (αόρατες ακτίνες του ηλιακού φάσματος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • φθορισμός — Η εκπομπή από μερικές ουσίες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων συχνότητας μικρότερης από τις συχνότητες που αποτελούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε αρχικά στον φθορίτη, με τη διαπίστωση ότι, όταν το φως διασχίσει έναν κρύσταλλο… …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Γκούρβιτς, Αλεξάντρ Γκαμπρίλοβιτς — (Aleksandr Gabrilovich Gurvich,Πολτάβα 1847 – Μόσχα 1954). Ρώσος βιολόγος. Σπούδασε στο Μόναχο και εργάστηκε στο Στρασβούργο και στη Βέρνη έως το 1906. Διετέλεσε επίσης καθηγητής στην Πετρούπολη (1907 18) και στη Μόσχα (1925 30), όπου διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • δερματοπάθειες — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε συγγενές ή επίκτητο νόσημα του δέρματος. Οι δ. μπορούν να εμφανιστούν εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων (π.χ. μηχανικοί ερεθισμοί, υπερβολικά υψηλή ή χαμηλή θερμοκρασία, υπεριώδης ακτινοβολία, μικροβιακές ή ιογενείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”